- κασέ
- τοάκλ.1. η συνηθισμένη αμοιβή ενός καλλιτέχνη τού θεάματος2. μτφ. κοινωνική αναγνώριση και άνοδος («ανέβηκε το κασέ του» — αναγνωρίζεται, ανέρχεται κοινωνικώς)3. (τυπογρ.) α) το σύνολο τών υλικών που χρησιμοποιούνται για να γίνει η σελιδοποίηση σε ένα τυπογραφείο, όπως π.χ. τα τυπογραφικά στοιχεία, ο εξοπλισμός, οι γωνίες, τα υλικά για τον διαχωρισμό τών στηλών και διαστημάτων καθώς και η ίδια η συσκευή τής σελιδοποίησηςβ) υπόδειγμα για σελιδοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cachet < cacher «καλύπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.