κασέ

κασέ
το
άκλ.
1. η συνηθισμένη αμοιβή ενός καλλιτέχνη τού θεάματος
2. μτφ. κοινωνική αναγνώριση και άνοδος («ανέβηκε το κασέ του» — αναγνωρίζεται, ανέρχεται κοινωνικώς)
3. (τυπογρ.) α) το σύνολο τών υλικών που χρησιμοποιούνται για να γίνει η σελιδοποίηση σε ένα τυπογραφείο, όπως π.χ. τα τυπογραφικά στοιχεία, ο εξοπλισμός, οι γωνίες, τα υλικά για τον διαχωρισμό τών στηλών και διαστημάτων καθώς και η ίδια η συσκευή τής σελιδοποίησης
β) υπόδειγμα για σελιδοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cachet < cacher «καλύπτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοντάζ — Στην κινηματογραφική γλώσσα σημαίνει τη φάση της επεξεργασίας μιας ταινίας κατά την οποία επιλέγονται και συνδέονται οι εικόνες που γυρίστηκαν κατά τη λήψη. Στη διάρκεια του μ. καθορίζεται ακόμα η τελειωτική σχέση μεταξύ της εικόνας και του ήχου …   Dictionary of Greek

  • Οσμάν — I Ο τρίτος μουσουλμάνος χαλίφης. Αναφέρεται και με το όνομα Οσμάν ιμπν Αφάν, συγγενής και γαμπρός του ιδρυτή της μουσουλμανικής θρησκείας Μωάμεθ. Στην εποχή του διωγμού του Μωάμεθ κατέφυγε με τη σύζυγό του στην Αιθιοπία, και ξαναγύρισε στη Μέκκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”